συμπροσκύνησις

συμπροσκύνησις
-ήσεως, ἡ, ΜΑ [συμπροσκυνῶ]
ταυτόχρονη προσκύνηση, συνδυασμένη λατρεία («ἡ τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν συμπροσκύνησις», Ιωάνν. Χρυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”